- Κλεαινέτου
- Κλεαίνετοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Клеон — сын Клеэнета (Κλέων Κλεαινέτου), владельца кожевенной фабрики известный афинский демагог. К. стал выдвигаться в рядах оппозиции в последние годы жизни Перикла, играл роль в его процессе (по Идоменею как обвинитель) и помешал выбору Перикла в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κλέων — I (; – 422 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, γιος του ευκατάστατου βυρσοδέψη Κλεαινέτου. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός πολιτικός της εποχής του που προερχόταν από τον εμπορικό κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο, οι αριστοκρατικοί άσκησαν έντονη πολεμική εναντίον του … Dictionary of Greek